Παπ τεστ / Τεστ Παπανικολάου

Το Παπ τεστ (Τεστ Παπανικολάου) είναι μία εύκολη, σύντομη, ανώδυνη και εξόχως σημαντική προληπτική εξέταση. Με αυτό έγκαιρα εντοπίζονται στα κύτταρα (κυτταρολογική εξέταση) του τραχήλου της μήτρας και του κόλπου δυνητικά επικίνδυνες αλλοιώσεις (δυσπλασίες / προκαρκινικές αλλοιώσεις) η παρουσία των οποίων, υπό ορισμένες συνθήκες και σε μικρό ποσοστό, μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για την εκδήλωση κακοήθειας (καρκίνου τραχήλου ή κόλπου). Το Παπ τεστ μπορεί επίσης να ανιχνεύσει διαταραχές των κυττάρων του ενδοτραχήλου και του ενδομητρίου όμως δεν είναι ¨ειδικό¨ για αυτόν τον σκοπό. Πέραν των ανωτέρω, διάφορες βακτηριακές, μυκητιασικές και ιογενείς λοιμώξεις ανιχνεύονται επίσης για τις οποίες ωστόσο το Παπ τεστ έχει μικρή ευαισθησία, όποτε η απουσία εντοπισμού τους σε αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως το άτομο δεν είναι μολυσμένο.

 

Ηλικία Έναρξης των Ελέγχων

  Επειδή η αιτιολογική σχέση μεταξύ της σεξουαλικά μεταδιδόμενης μόλυνσης από τον HPV ιό και της παρουσίας τραχηλικών κυτταρικών αλλοιώσεων έχει πλήρως τεκμηριωθεί, το Παπ τεστ πρέπει να ξεκινά μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή μιας και κάθε σεξουαλικά ενεργή γυναίκα διατρέχει κίνδυνο να μολυνθεί από τον ιό αυτό. Ωστόσο δεν είναι απαραίτητος ο έλεγχος για τα δυο πρώτα έτη μετά την έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας αφού το ανοσοποιητικό σύστημα αντιμετωπίζει επιτυχώς την αρχική μόλυνση με συνέπεια οι προκαρκινικές αλλοιώσεις να χρειάζονται χρόνο έως ότου παρουσιαστούν.

  Επίσης επειδή ο ιός μπορεί να μεταδοθεί κατά την σεξουαλική πράξη μεταξύ γυναικών κι εκείνες οι γυναίκες που έχουν επαφές μόνο με άλλες γυναίκες θα πρέπει να εξετάζονται.

  Το Παπ τεστ είναι αναγκαίο να πραγματοποιείται και στις γυναίκες που έχουν εμβολιαστεί έναντι του HPV και αυτό διότι το εμβόλιο δεν καλύπτει όλους τους τύπους του ιού και επίσης δεν προστατεύει πλήρως το άτομο που έχει μολυνθεί από αυτόν πριν τον εμβολιασμό.

  Τέλος επειδή δεν οφείλονται όλοι οι καρκίνοι του τραχήλου της μήτρας στις HPV ιώσεις ακόμη και οι γυναίκες που δεν είναι μολυσμένες απ΄ αυτόν θα πρέπει να ελέγχονται προληπτικά έπειτα από την ηλικία των 20 ετών.

  Για τις γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε ολική υστερεκτομή (έχει αφαιρεθεί και ο τράχηλος της μήτρας) το Παπ τεστ έχει μικρή χρησιμότητα.

Συχνότητα Ελέγχων

  Από την πλειοψηφία των γυναικολόγων αλλά και από το Ελληνικό Σύστημα Υγείας προτείνεται η επανάληψη του Παπ τεστ κάθε έτος, όσο τα αποτελέσματα είναι φυσιολογικά. Μετά την ηλικία των 50 ετών, εφόσον η γυναίκα έχει μόνιμο σεξουαλικό σύντροφο και φυσιολογικά κατά το παρελθόν Παπ τεστ, μπορεί να ελέγχεται ανά διετία.

  Σε περιπτώσεις όπου το αποτέλεσμα του Παπ τεστ είναι μη φυσιολογικό, όπως επίσης και σε γυναίκες με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα (χημειοθεραπεία, ανοσοκατασταλτικά) και επιβεβαιωμένη HPV μόλυνση ο έλεγχος ενδέχεται να χρειαστεί να επαναλαμβάνεται κάθε τέσσερις έως έξι μήνες.

  Αναφορές που έχουν δει το φως της δημοσιότητας για επανάληψη του Παπ τεστ κάθε τρία ή περισσότερα έτη αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές εθνικών συστημάτων υγείας άλλων χωρών βασιζόμενες κυρίως σε οικονομικούς σχεδιασμούς (κόστος / αποτελεσματικότητα) και όχι απαραίτητα αποδοτικότητας (περιορισμό νοσηρότητας και θνητότητας) του προληπτικού αυτού μέτρου.

Οριστική Παύση των Ελέγχων

  Το Παπ τεστ δεν είναι απαραίτητο να συνεχίζεται πέραν της ηλικίας των 70 ετών σε γυναίκες των οποίων οι προηγούμενες εξετάσεις ήταν αρνητικές, εκτός βέβαια εάν υπάρχει πρόσφατη μη φυσιολογική εξέταση ή νόσος που να δικαιολογεί τις επαναλήψεις του.

Καταλληλότερος Χρόνος για την διενέργεια του Παπ τεστ

  Το Παπ τεστ μπορεί να ληφθεί οποιαδήποτε ημέρα του κύκλου, μετά το τέλος της εμμήνου ρύσεως ή οποτεδήποτε σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

  Άριστο είναι να προγραμματίζεται την πρώτη εβδομάδα, μετά το πέρας της περιόδου και ιδανικά περί το μέσον του κύκλου. Πέραν τούτων πρέπει να διενεργείται 48 ώρες μετά από σεξουαλική επαφή, κολπική πλύση ή χρήση ταμπόν και μια εβδομάδα μετά τη ολοκλήρωση θεραπείας με αντιβιοτικά ή ενδοκολπικής θεραπείας.

  Τέλος κατά την εγκυμοσύνη ασφαλές είναι και θα πρέπει να γίνεται ένα τεστ Παπανικολάου κατά τις πρώτες 24 εβδομάδες, αλλά και 12 εβδομάδες μετά από τον τοκετό.

Τεχνική Λήψης

  Σημαντική για την όσο το δυνατό ¨ανώδυνη¨ ολοκλήρωση της ολιγόλεπτης εξέτασης είναι η συνεργασία της γυναίκας η οποία θα πρέπει να παραμένει χαλαρή και ήρεμη. Οι περισσότερες γυναίκες αισθάνονται ήπια δυσφορία, ελαφρά πίεση ή/και ¨πόνο περιόδου¨ κατά τη διάρκεια της δειγματοληψίας.

  Η εξέταση διενεργείται με την γυναίκα ξαπλωμένη σε γυναικολογική εξεταστική κλίνη. Ο γυναικολόγος εισάγει αργά μια συσκευή (κολποδιαστολέας) στον κόλπο η οποία χρησιμεύει για να τον διατηρεί ανοιχτό ώστε να παρέχεται πρόσβαση στον τράχηλο. Στη συνέχεια ο γιατρός λαμβάνει δείγμα κυττάρων, με τη βοήθεια ξύλινης σπάτουλας και μικρής βούρτσας, από τον κόλπο, την επιφάνεια και τον αυλό του τραχήλου.

  Τα δείγματα που συλλέγονται επιχρίονται σε γυάλινα πλακίδια και αφού ψεκαστούν με μονιμοποιητικό υλικό (για μακρά διατήρηση) αποστέλλονται στο κυτταρολογικό εργαστήριο. Το αποτέλεσμα είναι διαθέσιμο εντός μίας περίπου εβδομάδος.

Πώς Ερμηνεύονται τα Αποτελέσματα της εξέτασης

Δύο είναι τα πιθανά αποτελέσματα του Παπ τεστ: το Φυσιολογικό και το Μη Φυσιολογικό.

Φυσιολογικό (αρνητικό) αποτέλεσμα

  Σημαίνει ότι δεν ανευρέθηκαν παθολογικά κύτταρα στο δείγμα.

Μη φυσιολογικό (παθολογικό) αποτέλεσμα

  Σημαίνει ότι εντοπίστηκαν παθολογικά κύτταρα, είτε τραχηλικά ή κολπικά, ή/και σπανιότερα του ενδοτραχήλου/ενδομητρίου. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν δηλώνει απαραίτητα ότι υπάρχουν εστίες επικίνδυνων αλλοιώσεων (δυσπλασίων) αφού και άλλα αίτια (βακτήρια, μύκητες, ορμονικές μεταβολές όπως κατά τη χρήση  αντισυλληπτικών ή την εμμηνόπαυση, τραυματισμοί του τραχήλου ή του κόλπου) ενδέχεται να προκαλέσουν αλλαγές στη μορφολογία των κυττάρων. Το ακριβές ιστορικό, η ενδελεχής κλινική εξέταση καθώς και περεταίρω εξειδικευμένες εργαστηριακές εξετάσεις μπορούν να αποκαλύψουν ή αποκλείουν τέτοια αίτια.

  Στην περίπτωση όπου υπάρχει υποψία για προκαρκινικές αλλοιώσεις θα συσταθούν, ανάλογα και με το βαθμό/βαρύτητα της βλάβης, είτε η επανάληψη του Παπ τεστ σε σύντομο χρόνο ή άλλες κατάλληλες εξετάσεις όπως η DNA ανίχνευση και ταυτοποίηση του HPV ιού ή η κολποσκόπηση. Με την τελευταία, ο γυναικολόγος ελέγχει υπό μεγέθυνση τα τοιχώματα του κόλπου και την επιφάνεια του τραχήλου υποβοηθούμενος από ουσίες που επιχρίονται επ΄ αυτών και αναδεικνύουν τις αλλοιώσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο γιατρός μπορεί επίσης να κρίνει ότι πρέπει να πάρει δείγματα ιστού από την ύποπτη περιοχή, για μια εξέταση που ονομάζεται βιοψία.

Κυτταρολογία Υγρής Φάσης   (ThinPrep)

  Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το νεότερο, εναλλακτικό του συμβατικού, πιο εξελιγμένο, Παπ τεστ.

  Η τεχνική συλλογής των κυττάρων παραμένει ίδια. Η διάφορα έγκειται στον τρόπο διαχείρισης και επεξεργασίας του λαμβανόμενου δείγματος.

  Αναλυτικότερα με την κλασική μέθοδο μέρος του δείγματος που συλλέγεται παραμένει στη συσκευή λήψης (ξύλινη σπάτουλα, βούρτσα) και μόνο ένα κλάσμα του υλικού επιστρώνεται σε κάθε γυάλινο πλακίδιο που εξετάζει τελικά ο κυτταρολόγος. Επιπλέον το δείγμα επιστρώνεται στο γυάλινο πλακίδιο σε μια παχιά στοιβάδα (με συνέπεια τα κύτταρα να αλληλεπικαλύπτονται) ενώ παράλληλα περιέχει και προσμείξεις από αίμα και βλέννη.

  Αντίθετα με τη νεότερη μέθοδο το σύνολο του λαμβανόμενου, από τον κόλπο και τράχηλο, υλικού μεταφέρεται στο κυτταρολογικό εργαστήριο μέσα σε ένα φιαλίδιο με μονιμοποιητικό υγρό (συλλογή όλων των κυττάρων χωρίς απώλειες) όπου επεξεργάζεται σε ειδικό μηχάνημα, το οποίο πραγματοποιεί διαχωρισμό των κυττάρων από το αίμα και τη βλέννη (καθαρότερο δείγμα) και αυτόματη επίστρωση αυτών σε λεπτή στιβάδα (ώστε να είναι ευδιάκριτα) στα γυάλινα πλακίδια. Έτσι ο κυτταρολόγος, που εξετάζει τελικά στο μικροσκόπιο τα πλακίδια, έχει ευκρινέστερη εικόνα, χωρίς απώλεια υλικού. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι η διαγνωστική ακρίβεια με τη νεότερη μέθοδο να αυξάνεται κατά 25% σε σύγκριση με το συμβατικό Παπ τεστ. Το κόστος βέβαια είναι μεγαλύτερο (σχεδόν τριπλάσιο) από τον συμβατικό έλεγχο.

  Επιπρόσθετα με την τεχνική αυτή, εάν παραστεί ανάγκη, με το ίδιο δείγμα χωρίς να υποβληθεί η γυναίκα σε νέα λήψη, παρέχεται η δυνατότητα ανίχνευσης και ταυτοποίησης του HPV ιού, αλλά και η δυνατότητα αναζήτησης και άλλων λοιμογόνων παραγόντων (π.χ. χλαμύδια, μυκόπλασμα, ουρεόπλασμα, HSV).