σπερματέγχυση

σπερματέγχυση

Η σπερματέγχυση (IUI: IntraUterine Insemination) είναι η πλέον απλή και συνηθισμένη μέθοδος υποβοηθούμενης γονιμοποίησης. Σε αντίθεση με την εξωσωματική γονιμοποίηση  (IVF: In Vitro Fertilization), κατά την σπερματέγχυση η γονιμοποίηση του ωαρίου λαμβάνει χώρα εντός του γυναικείου σώματος, στο φυσικό της δηλαδή περιβάλλον, στις σάλπιγγες. Η σπερματέγχυση αποφασίζεται για τις πιο “εύκολες” περιπτώσεις υπογονιμότητας, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν. Μάλιστα, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ), σε ορισμένες περιπτώσεις, θα πρέπει να δοκιμαστεί αρκετές φορές η σπερματέγχυση (4 – 6) προτού οδηγηθούμε στο απώτατο στάδιο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, αυτό της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

 

Πώς Πραγματοποιείται η σπερματέγχυση

Αρχικά λαμβάνεται σπέρμα από τον σύζυγο ή από δότη. Το σπέρμα υφίσταται ειδική ¨ενισχυτική¨ επεξεργασία ώστε να βελτιωθεί η γονιμοποιητική του ικανότητα και να συμπυκνωθούν τα σπερματοζωάρια.

Τι είδους επεξεργασία υφίσταται το σπέρμα

>  Λήψη των κινούμενων μόνο σπερματοζωαρίων.

Αφαίρεση των φλεγμονοδών παραγόντων, των προσταγλανδινών και των αντιγονικών πρωτεϊνών.

>  Απομάκρυνση ακίνητων σπερματοζωαρίων, λευκοκυττάρων και άωρων γεννητικών κυττάρων.

>  Συμπύκνωση του σπέρματος.

Στη συνέχεια το, ειδικά τροποποιημένο, σπέρμα εγχέεται (τοποθετείται), με τη βοήθεια λεπτού ευλύγιστου καθετήρα, δια του τραχήλου εντός της κοιλότητας της μήτρας. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται σε προκαθορισμένο χρόνο: πλησίον της (φυσικής ή από διέγερση των ωοθηκών) ωορρηξίας. Με την μέθοδο αυτή επιτυγχάνεται 10 έως 100 φορές μεγαλύτερη συγκέντρωση σπερματοζωαρίων στις σάλπιγγες σε σχέση με την συνουσία.

Πέραν του σημείου αυτού παύει η έξωθεν παρέμβαση. Εφόσον τα ¨ενισχυμένα¨ σπερματοζωάρια κατορθώσουν να γονιμοποιήσουν το ωάριο επακολουθεί η φυσική διαδικασία και εξελίσσεται η εγκυμοσύνη.

Ποιες είναι οι ενδείξεις της σπερματέγχυσης

Πριν την απόπειρα για σπερματέγχυση είναι απαραίτητο να προηγείται έλεγχος των σαλπίγγων (υστεροσαλπιγγογραφία) ώστε να επιβεβαιωθεί ότι αυτές είναι διαβατές. Επίσης, ιδανικά, θα πρέπει η γυναίκα να είναι σχετικά νεαρής ηλικίας.

Συνηθέστερες ενδείξεις για σπερματέγχυση είναι οι ακόλουθες:

Ανεξήγητη υπογονιμότητα: όταν δεν εντοπίζεται κανένας παράγοντας στον οποίο να αποδίδεται η αδυναμία σύλληψης.

>  Ήπιες έως μέτριας βαρύτητας διαταραχές του σπέρματος του σεξουαλικού συντρόφου.

>  Ήπιας μορφής ενδομητρίωση της γυναίκας.

Συνδρόμο Πολυκυστικών Ωοθηκών της γυναίκας.

>  Τραχηλικοί παράγωγες που εμποδίζουν την είσοδο των σπερματοζωαρίων στη μήτρα (π.χ. εχθρική προς το σπέρμα τραχηλική βλέννη, τραχηλικές συμφύσεις κ.α.).

>  Ανάγκη για χρήση σπέρματος δότη, σε ζευγάρια που ο σύζυγος δεν παράγει σπερματοζωάρια ή σε γυναίκες χωρίς σύντροφο.

Αποτελεσματικότητα της σπερματέγχυσης

Όπως οι πιθανότητες φυσικής σύλληψης, για ένα νεαρό ζευγάρι χωρίς προβλήματα, είναι περιορισμένες (6% για κάθε κύκλο) έτσι και οι προσπάθειες της σπερματέγχυσης δεν επιτυγχάνουν όλες τις φορές.

Καλύτερα ποσοστά επιτυχίας, 15 -18% ανά προσπάθεια, παρουσιάζουν γυναίκες ηλικίας έως 37 ετών, ιδιαίτερα όταν η σπερματέγχυση συνδυάζεται με διέγερση των ωοθηκών για πρόκληση πολλαπλής ωορρηξίας. Οι πιθανότητες δηλαδή εγκυμοσύνης με σπερματέγχυση είναι σαφώς καλύτερες από αυτές της φυσικής σύλληψης, αλλά σημαντικά μικρότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες της εξωσωματικής γονιμοποίησης (62% ανά προσπάθεια για ηλικία μικρότερη των 37 ετών).

Επειδή η διαδικασία της σπερματέγχυσης είναι απλή, ανώδυνη, οικονομική και ικανοποιητικά αποδοτική η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (W.H.O.) συστήνει να προηγηθούν 4 έως 6 κύκλοι σπερματέγχυσης πριν αποφασιστεί εξωσωματική γονιμοποίηση.